ορθογράφος

ορθογράφος
-ο (Α ὀρθογράφος, -ον)
αυτός που γράφει σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες, αυτός που γνωρίζει ορθογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθογράφος — orthographer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθόγραφος — η, ο γραμμένος ορθά, ορθογραφημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γραφος*] …   Dictionary of Greek

  • ορθογράφος — ο αυτός που γνωρίζει ορθογραφία, που γράφει σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ortógrafo — ► sustantivo GRAMÁTICA Persona dedicada al estudio de la ortografía. * * * ortógrafo, a n. Persona que se ocupa o trata de ortografía. * * * ortógrafo, fa. (Del lat. orthogrăphus, y este del gr. ὀρθογράφος). m. y f. Person …   Enciclopedia Universal

  • ανορθόγραφος — η, ο και ανορθόγραφος, ο 1. αυτός που κάνει ορθογραφικά σφάλματα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που περιέχει ορθογραφικά σφάλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλογράφος — μεγαλογράφος, ον (Α) αυτός που γράφει για σπουδαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο γράφος, ορθογράφος] …   Dictionary of Greek

  • ortógrafo — ortógrafo, fa (Del lat. orthogrăphus, y este del gr. ὀρθογράφος). m. y f. Persona que sabe o profesa la ortografía …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”